στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. authority [βρετ ɔːˈθɒrɪti, αμερικ əˈθɔrədi] ΟΥΣ
1. authority (power):
2. authority (forcefulness, confidence):
3. authority (permission):
5. authority (expert):
II. authorities ΟΥΣ
authorities npl:
health [βρετ hɛlθ, αμερικ hɛlθ] ΟΥΣ
1. health ΙΑΤΡ:
2. health μτφ:
3. health (in toasts):
4. health αμερικ → health education
στο λεξικό PONS
authority <-ies> [ə·ˈθɔ:·rə·t̬i] ΟΥΣ
2. authority (permission):
4. authority (knowledge):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- headword
- heady
- heal
- heal-all
- healer
- Health Authority
- health benefits
- health camp
- health care
- healthcare
- health center