στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. forbidden [βρετ fəˈbɪd(ə)n, αμερικ fərˈbɪdn] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
forbidden → forbid
II. forbidden [βρετ fəˈbɪd(ə)n, αμερικ fərˈbɪdn] ΕΠΊΘ
I. forbid <forma in -ing ecc. forbidding, παρελθ forbad(e), μετ παρακειμ forbidden> [βρετ fəˈbɪd, αμερικ fərˈbɪd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. forbid (disallow):
I. forbid <forma in -ing ecc. forbidding, παρελθ forbad(e), μετ παρακειμ forbidden> [βρετ fəˈbɪd, αμερικ fərˈbɪd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. forbid (disallow):
I. fruit [βρετ fruːt, αμερικ frut] ΟΥΣ
1. fruit U (edible):
2. fruit (edible, inedible):
3. fruit μτφ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- forbad
- forbade
- forbad forbade
- forbear
- forbearance
- forbidden fruit
- forbidding
- forbiddingly
- forbore
- forborne
- force