στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. forbid <forma in -ing ecc. forbidding, παρελθ forbad(e), μετ παρακειμ forbidden> [βρετ fəˈbɪd, αμερικ fərˈbɪd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. forbid (disallow):
- explicitly mention, forbid, show
-
- specifically ask, demand, forbid, tell, state
-
- specifically ask, demand, forbid, tell, state
-
- expressly forbid
-
- positively refuse, forbid
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.