στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
rimorchio <πλ rimorchi> [riˈmɔrkjo, ki] ΟΥΣ αρσ
1. rimorchio (azione):
I. appiccicato [appittʃiˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
appiccicato → appiccicare
II. appiccicato [appittʃiˈkato] ΕΠΊΘ
1. appiccicato (attaccato):
I. appiccicare [appittʃiˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. appiccicare (attaccare):
3. appiccicare (attribuire):
4. appiccicare (rifilare):
II. appiccicare [appittʃiˈkare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
III. appiccicarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.