outwith [aʊtˈwɪθ] ΠΡΌΘ σκοτσ
outwith → outside
I. outside [αμερικ aʊtˈsaɪd, βρετ aʊtˈsʌɪd] ΟΥΣ
1.1. outside:
1.2. outside:
2.1. outside (of group, organization):
2.2. outside (of prison):
II. outside [αμερικ aʊtˈsaɪd, βρετ aʊtˈsʌɪd] ΕΠΊΡΡ
1. outside (place):
2. outside (outdoors):
III. outside [αμερικ aʊtˈsaɪd, βρετ aʊtˈsʌɪd] ΠΡΌΘ (of a place)
1. outside:
2. outside (beyond):
IV. outside [αμερικ aʊtˈsaɪd, βρετ aʊtˈsʌɪd] ΕΠΊΘ προσδιορ
1.2. outside (outdoor):
1.4. outside (external):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.