Oxford Spanish Dictionary
examinador1 (examinadora) ΕΠΊΘ
- examinador (examinadora)
- examining προσδιορ
examinador2 (examinadora) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- examinador (examinadora)
-
στο λεξικό PONS
examinador(a) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
examinador(a) [ek·sa·mi·na·ˈdor, -·ˈdo·ra] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.