outwith [βρετ aʊtˈwɪθ] ΠΡΌΘ σκοτσ
outwith → outside
I. outside [βρετ aʊtˈsʌɪd, ˈaʊtsʌɪd, βρετ aʊtˈsʌɪd] ΟΥΣ
1. outside (of object, building):
2. outside ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
4. outside (not within company, institution etc):
5. outside (from objective position) μτφ:
II. outside [βρετ aʊtˈsʌɪd, ˈaʊtsʌɪd, βρετ aʊtˈsʌɪd] ΕΠΊΘ
III. outside [βρετ aʊtˈsʌɪd, ˈaʊtsʌɪd, βρετ aʊtˈsʌɪd] ΕΠΊΡΡ
V. outside [βρετ aʊtˈsʌɪd, ˈaʊtsʌɪd, βρετ aʊtˈsʌɪd] ΠΡΌΘ a. outside of
1. outside (not within):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.