Oxford Spanish Dictionary
mad <comp madder, superl maddest> [αμερικ mæd, βρετ mad] ΕΠΊΘ
1.1. mad (insane):
1.2. mad:
1.3. mad (foolish, crazy):
2. mad (angry) esp αμερικ pred:
3. mad (very enthusiastic) οικ pred:
mad cow disease ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
mad [mæd] ΕΠΊΘ βρετ οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- -mad
- mad
- Madagascan
- Madagascar
- madam
- madding
- mad dog
- -made
- made
- Madeira
- Madeira cake