στο λεξικό PONS
va·ri·ety [vəˈraɪəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. variety no pl:
2. variety no pl (differing from one another):
3. variety no pl:
4. variety (category):
ˈgar·den-va·ri·ety ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ αμερικ
va·ˈri·ety act ΟΥΣ
-
- Varieténummer θηλ
va·ˈri·ety thea·tre ΟΥΣ βρετ
va·ˈri·ety show ΟΥΣ
-
- Varietéshow θηλ
language variety ΟΥΣ
-
- Sprachvarietät θηλ
-
- plant varieties protection
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
variety of products ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
high yield rice variety
high yield variety [ˌhaɪjiːldˈvəraɪəti] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.