στο λεξικό PONS
fi·nanc·ing [ˈfaɪnæn(t)sɪŋ] ΟΥΣ
self <pl selves> [self] ΟΥΣ
1. self (personality):
2. self no pl μειωτ τυπικ:
un·dis·closed [ˌʌndɪsˈkləʊzd, αμερικ -ˈkloʊ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
undisclosed self-financing ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- undiluted
- undiminished
- undiplomatic
- undipped headlights
- undischarged
- undisclosed self-financing
- undiscovered
- undiscriminating
- undisguised
- undismayed
- undisputable