στο λεξικό PONS
 
 ˈtwo-way ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
2. two-way communication, conversation, exchange, process:
3. two-way ΗΛΕΚ:
-  
 -  Wechselschalter αρσ
 
two-way ˈstreet ΟΥΣ
ˈtwo-way col·lar ΟΥΣ ΜΌΔΑ
-  
 -  Wendekragen αρσ
 
two-way ˈmir·ror ΟΥΣ
-  
 -  Spionspiegel αρσ
 
two-way ˈra·dio ΟΥΣ
 
 Wen·de·kra·gen ΟΥΣ αρσ ΜΌΔΑ
Aus·tausch·ab·kom·men <-s, -> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Ge·gen·sprech·an·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 wechselseitige Transaktion phrase ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
 
 two-way transaction ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
 two way road ΥΠΟΔΟΜΉ
 
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.