 
  
 thought·ful [ˈθɔ:tfəl, αμερικ esp ˈθɑ:t-] ΕΠΊΘ
1. thoughtful (mentally occupied):
-  thoughtful
-  
-  thoughtful
-  
2. thoughtful (careful):
-  thoughtful
-  
 
  
 -  
-  thoughtful
-  
-  thoughtful
-  
-  thoughtful
-  
-  thoughtful
-  
-  thoughtful
-  
-  thoughtful
-  
-  thoughtful
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
