I. be·däch·tig [bəˈdɛçtɪç] ΕΠΊΘ
1. bedächtig (ohne Hast):
- bedächtig
-
- bedächtig
-
2. bedächtig (besonnen):
- bedächtig
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.