Oxford Spanish Dictionary
thoughtful [αμερικ ˈθɔtfəl, βρετ ˈθɔːtfʊl, ˈθɔːtf(ə)l] ΕΠΊΘ
1. thoughtful person/conduct:
2. thoughtful (pensive):
- thoughtful
-
- thoughtful
-
- pensativo (pensativa)
- thoughtful
- meditabundo (meditabunda)
- thoughtful
- reflexivo (reflexiva)
- thoughtful
-
- thoughtful
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.