Oxford Spanish Dictionary
thoughtless [αμερικ ˈθɔtləs, βρετ ˈθɔːtləs] ΕΠΊΘ
1. thoughtless (inconsiderate):
2. thoughtless (unthinking):
- thoughtless
-
- thoughtless
-
στο λεξικό PONS
thoughtless [ˈθo:tləs] ΕΠΊΘ
thoughtless [ˈθot·lɪs] ΕΠΊΘ
- aturdido (-a)
- thoughtless
-
- thoughtless
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.