I. teach·ing [ˈti:tʃɪŋ] ΟΥΣ
1. teaching no pl (imparting knowledge):
II. teach·ing [ˈti:tʃɪŋ] ΕΠΊΘ
teaching aids, methods:
re·medial ˈteach·ing ΟΥΣ esp βρετ, αυστραλ
ˈteach·ing cer·tifi·cate ΟΥΣ ΠΑΝΕΠ
ˈteach·ing prac·tice ΟΥΣ usu βρετ ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ
ˈteach·ing staff ΟΥΣ + ενικ/pl ρήμα
ˈteach·ing pro·fes·sion ΟΥΣ
ˈteach·ing ma·chine ΟΥΣ Η/Υ, ΤΕΧΝΟΛ
ˈteach·ing hos·pi·tal ΟΥΣ ΙΑΤΡ, ΠΑΝΕΠ
team ˈteach·ing ΟΥΣ αμερικ ΣΧΟΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.