στο λεξικό PONS
sec·re·tary [ˈsekrətəri, αμερικ -teri] ΟΥΣ
1. secretary (office assistant):
2. secretary ΟΙΚΟΝ:
3. secretary βρετ (assistant ambassador):
4. secretary ΠΟΛΙΤ:
- secretary βρετ
-
press ˈsec·re·tary ΟΥΣ
Sec·re·tary [ˈsekrətəri, αμερικ -teri] ΟΥΣ
pri·vate ˈsec·re·tary ΟΥΣ, PS ΟΥΣ
Home ˈSec·re·tary ΟΥΣ βρετ
De·ˈfence Sec·re·tary ΟΥΣ
For·eign ˈSec·re·tary ΟΥΣ βρετ
Per·ma·nent ˈSec·re·tary ΟΥΣ βρετ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
environment minister, secretary of the environment αμερικ ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.