στο λεξικό PONS
- rural population + ενικ/pl ρήμα
-
ru·ral [ˈrʊərəl, αμερικ ˈrʊr-] ΕΠΊΘ
I. popu·la·tion [ˌpɒpjəˈleɪʃən, αμερικ ˌpɑ:p-] ΟΥΣ
1. population usu ενικ:
2. population no pl (number of people):
3. population ΒΙΟΛ:
4. population (in statistics):
II. popu·la·tion [ˌpɒpjəˈleɪʃən, αμερικ ˌpɑ:p-] ΟΥΣ modifier
population (group, problems):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
rural population ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
rural population
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- run with
- rupee
- rupture
- ruptured
- rural
- rural population
- rural region
- rural settlement
- rural-urban migration
- ruse
- rusella