στο λεξικό PONS
I. ques·tion·naire [ˌkwestʃəˈneəʳ, αμερικ -ˈner] ΟΥΣ
II. ques·tion·naire [ˌkwestʃəˈneəʳ, αμερικ -ˈner] ΟΥΣ modifier
-
- etw [vollständig] ausfüllen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
questionnaire ΔΗΜΟΣΚ
written questionnaire ΔΗΜΟΣΚ
work place questionnaire ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.