στο λεξικό PONS
of·fic·er [ˈɒfɪsəʳ, αμερικ ˈɑ:fɪsɚ] ΟΥΣ
2. officer (authoritative person):
3. officer of a company:
ˈarmy of·fic·er ΟΥΣ
-
- Armeeoffizier αρσ
im·mi·ˈgra·tion of·fic·er ΟΥΣ
in·ˈtel·li·gence of·fic·er ΟΥΣ
liˈai·son of·fic·er ΟΥΣ
ˈloan of·fic·er ΟΥΣ
ca·ˈreers of·fic·er ΟΥΣ βρετ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
administrative officer ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
loan officer ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
customs officer ΟΥΣ handel
customer service officer ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
corporate account officer ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Public Affairs Officer ΟΥΣ ΤΜΉΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
border patrol (officer) [ˌbɔːdəpəˈtrəʊl]
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.