στο λεξικό PONS
I. mi·grant [ˈmaɪgrənt] ΟΥΣ
1. migrant:
I. med1 ΟΥΣ
med → medicine
II. med1 ΕΠΊΘ οικ
med → medical
medi·cine [ˈmedsən, αμερικ -dɪsən] ΟΥΣ
1. medicine no pl (for illness):
2. medicine (substance):
3. medicine no pl (medical science):
4. medicine μτφ (remedy):
I. medi·cal [ˈmedɪkəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
me·di·eval [ˌmediˈi:vəl, αμερικ ˌmi:diˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. medieval (from Middle Ages):
2. medieval μειωτ οικ (old-fashioned):
Med [med] ΟΥΣ οικ
Med συντομογραφία: Mediterranean sea
-
- Mittelmeer ουδ
med3 ΕΠΊΘ
med συντομογραφία: medium
I. me·dium [ˈmi:diəm] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. me·dium <pl -s [or -dia]> [ˈmi:diəm] ΟΥΣ
1. medium (means):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
migrant [ˈmaɪɡrnt] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.