στο λεξικό PONS
ma·jor·ity ˈshare·hold·er ΟΥΣ
I. ma·jor·ity [məˈʤɒrəti, αμερικ -ˈʤɔ:rət̬i] ΟΥΣ
1. majority + ενικ/pl ρήμα (greater part):
2. majority ΠΟΛΙΤ (winning margin):
II. ma·jor·ity [məˈʤɒrəti, αμερικ -ˈʤɔ:rət̬i] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ
ˈshare·hold·er ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
majority shareholder ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
shareholder ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.