στο λεξικό PONS
ex·cess li·ˈquid·ity ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
I. ex·cess <pl -es> [ɪkˈses, ek-] ΟΥΣ
1. excess no pl (overindulgence):
2. excess (surplus):
3. excess (insurance):
II. ex·cess [ɪkˈses, ek-] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. excess (additional):
2. excess (surplus):
liq·uid·ity [lɪˈkwɪdəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl
1. liquidity ΧΗΜ:
2. liquidity ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
excess ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
excess ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
liquidity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.