στο λεξικό PONS
con·struc·tive ˈknowl·edge ΟΥΣ ΝΟΜ
con·struc·tive [kənˈstrʌktɪv] ΕΠΊΘ
1. constructive (helpful):
-
- konstruktiv τυπικ
2. constructive ΑΡΧΙΤ, ΤΕΧΝΟΛ:
knowl·edge [ˈnɒlɪʤ, αμερικ ˈnɑ:l-] ΟΥΣ no pl
1. knowledge (body of learning):
2. knowledge (acquired information):
3. knowledge (awareness):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.