στο λεξικό PONS
com·pe·tence [ˈkɒmpɪtən(t)s, αμερικ ˈkɑ:m-], com·pe·ten·cy [ˈkɒmpɪtən(t)si, αμερικ ˈkɑ:m-] ΟΥΣ no pl
1. competence (ability):
2. competence ΝΟΜ (of a court):
3. competence ΝΟΜ (state of a witness):
com·pe·ti·tion [ˌkɒmpəˈtɪʃən, αμερικ ˌkɑ:m-] ΟΥΣ
1. competition no pl (state of competing):
2. competition ΕΜΠΌΡ:
3. competition (contest):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
competence competition ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
competence ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- Kompetenz θηλ
competition ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.