στο λεξικό PONS
meth·od [ˈmeθəd] ΟΥΣ
1. method (way of doing sth):
prof·it·abil·ity [ˌprɒfɪtəˈbɪləti, αμερικ ˌprɑ:fɪt̬əˈbɪlət̬i] ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
assets profitability method ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
asset ΟΥΣ
-
- Asset ουδ
assets ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
asset ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
asset ΟΥΣ
assets ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Anlagevolumen ουδ
profitability ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.