στο λεξικό PONS
I. con·di·tion [kənˈdɪʃən] ΟΥΣ
1. condition (state):
2. condition ΙΑΤΡ:
3. condition (circumstances):
4. condition EE:
II. con·di·tion [kənˈdɪʃən] ΡΉΜΑ μεταβ
1. condition usu passive ΨΥΧ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ:
condition ΟΥΣ
condition ΟΥΣ
condition ΟΥΣ
condition ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
conditions ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
anoxic conditions [ænˈɒksɪkkənˌdɪʃnz]
condition ΡΉΜΑ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
condition (of roads for traffic)
- condition traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ, transport safety
-
| I | condition |
|---|---|
| you | condition |
| he/she/it | conditions |
| we | condition |
| you | condition |
| they | condition |
| I | conditioned |
|---|---|
| you | conditioned |
| he/she/it | conditioned |
| we | conditioned |
| you | conditioned |
| they | conditioned |
| I | have | conditioned |
|---|---|---|
| you | have | conditioned |
| he/she/it | has | conditioned |
| we | have | conditioned |
| you | have | conditioned |
| they | have | conditioned |
| I | had | conditioned |
|---|---|---|
| you | had | conditioned |
| he/she/it | had | conditioned |
| we | had | conditioned |
| you | had | conditioned |
| they | had | conditioned |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- anopheles
- anorak
- anorectic
- anorexia
- anorexia nervosa
- anoxic conditions
- ansafone
- ansaphone
- answer
- answerable
- answer back