Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
II. central [βρετ ˈsɛntr(ə)l, αμερικ ˈsɛntrəl] ΕΠΊΘ
1. central (in the middle):
2. central (in the town centre):
3. central (key):
I. office [βρετ ˈɒfɪs, αμερικ ˈɔfɪs, ˈɑfɪs] ΟΥΣ
1. office (room or place of work):
2. office (position):
II. offices ΟΥΣ ουσ πλ
1. offices (services):
στο λεξικό PONS
office [ˈɒfɪs, αμερικ ˈɑ:fɪs] ΟΥΣ
1. office (room for working):
office [ˈa·fɪs] ΟΥΣ
1. office (room for working):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.