Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
bidden [βρετ ˈbɪdn, αμερικ ˈbɪdn] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
bidden → bid
I. bid [βρετ bɪd, αμερικ bɪd] ΟΥΣ
1. bid (at auction):
2. bid:
3. bid (attempt):
II. bid <μετ ενεστ bidding, prét bade or bid, μετ παρακειμ bidden or bid> [βρετ bɪd, αμερικ bɪd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bid:
2. bid (say):
3. bid (command) παρωχ:
III. bid <μετ ενεστ bidding, prét bade or bid, μετ παρακειμ bidden or bid> [βρετ bɪd, αμερικ bɪd] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. bid:
I. bid [βρετ bɪd, αμερικ bɪd] ΟΥΣ
1. bid (at auction):
2. bid:
3. bid (attempt):
II. bid <μετ ενεστ bidding, prét bade or bid, μετ παρακειμ bidden or bid> [βρετ bɪd, αμερικ bɪd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bid:
2. bid (say):
3. bid (command) παρωχ:
III. bid <μετ ενεστ bidding, prét bade or bid, μετ παρακειμ bidden or bid> [βρετ bɪd, αμερικ bɪd] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. bid:
bid bond ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
στο λεξικό PONS
bidden [ˈbɪdn] ΡΉΜΑ
bidden μετ παρακειμ of bid
I. bid2 [bɪd] ΟΥΣ
bidden [ˈbɪd·ən] ΡΉΜΑ
bidden μετ παρακειμ of bid
I. bid2 [bɪd] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.