Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. achet|eur (acheteuse) [aʃtœʀ, øz] ΕΠΊΘ
acheteur pays:
- acheteur (acheteuse)
-
II. achet|eur (acheteuse) [aʃtœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. acheteur (client):
2. acheteur (professionnel):
- acheteur (acheteuse)
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.