Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
achèvement [aʃɛvmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
-
- achèvement αρσ (of de)
στο λεξικό PONS
achèvement [aʃɛvmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
- achèvement d'un immeuble, de travaux
-
- achèvement d'une discussion
-
-
- achèvement αρσ
-
- achèvement αρσ
achèvement [aʃɛvmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
- achèvement d'un immeuble, de travaux
-
- achèvement d'une discussion
-
-
- achèvement αρσ
-
- achèvement αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.