acheteur (-euse) [aʃtœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. acheteur:
- acheteur (-euse) (particulier)
-
- acheteur (-euse) (entreprise)
-
-
- Direktabnehmer(in)
- acheteur éventuel/acheteuse éventuelle
-
- gros acheteur
-
2. acheteur (de profession):
- acheteur (-euse)
-
II. acheteur (-euse) [aʃtœʀ, -øz] ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.