Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
B, b [βρετ biː, αμερικ bi] ΟΥΣ
I. born [βρετ bɔːn, αμερικ bɔrn] ΕΠΊΘ
born person, animal:
III. born [βρετ bɔːn, αμερικ bɔrn]
b/f, B/F abrév écrite
b/f → brought forward
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.