Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
available [βρετ əˈveɪləb(ə)l, αμερικ əˈveɪləb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. available product, room, money, credit, information:
- commercially available
-
-
- available (pour for)
-
- available (auprès de from)
στο λεξικό PONS
-
- available
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.