I.intellectual [βρετ ˌɪntəˈlɛktʃʊəl, αμερικ ˌɪn(t)əˈlɛk(t)ʃ(u)əl] ΟΥΣ
- intellectuel/-elle αρσ/θηλ
II.intellectual [βρετ ˌɪntəˈlɛktʃʊəl, αμερικ ˌɪn(t)əˈlɛk(t)ʃ(u)əl] ΕΠΊΘ
- intellectuel/-elle
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.