I.turn on ΡΉΜΑ [αμερικ tərn -, βρετ təːn -] (v + o + adv, v + adv + o)
1. turn on:
- prender λατινοαμερ
2. turn on οικ:
II.turn on ΡΉΜΑ [αμερικ tərn -, βρετ təːn -] (v + adv)
1. turn on (switch on):
- prenderse λατινοαμερ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.