στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
 I. macchiato [makˈkjato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
macchiato → macchiare
II. macchiato [makˈkjato] ΕΠΊΘ
1. macchiato (sporco):
2. macchiato (allungato):
I. macchiare [makˈkjare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. macchiare (sporcare):
II. macchiare [makˈkjare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
III. macchiarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. macchiarsi (sporcarsi):
 
 στο λεξικό PONS
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.