στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. crepato [kreˈpato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
crepato → crepare
II. crepato [kreˈpato] ΕΠΊΘ
crepato muro, vaso:
- crepato
-
I. crepare [kreˈpare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere
1. crepare (scoppiare):
2. crepare (morire):
II. creparsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.