Oxford Spanish Dictionary
maldito (maldita) ΕΠΊΘ
1. maldito οικ (expresando irritación):
στο λεξικό PONS
I. maldito (-a)
maldito μετ παρακειμ de maldecir
II. maldito (-a) ΕΠΊΘ
1. maldito (endemoniado):
I. maldito (-a) [mal·ˈdi·to]
maldito μετ παρακειμ de maldecir
II. maldito (-a) [mal·ˈdi·to] ΕΠΊΘ
1. maldito (endemoniado):
I. maldecir [mal·de·ˈsir, -ˈθir] irr ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.