accursed [αμερικ əˈkərst, əˈkərsəd, βρετ əˈkəːsɪd, əˈkəːst], accurst [əˈkɜːrst, əˈkɜːst] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
1. accursed (hateful):
- accursed προσδιορ
- execrable λογοτεχνικό
- accursed προσδιορ
-
2. accursed (under a curse):
- accursed
-
-
- accursed
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.