Oxford Spanish Dictionary
hueco1 (hueca) ΕΠΊΘ
1.1. hueco [estar]:
1.2. hueco [ser] (vacío):
1.3. hueco [estar] (esponjoso):
hueco2 ΟΥΣ αρσ
1.1. hueco (cavidad):
1.2. hueco (espacio libre):
1.3. hueco (en una organización):
2. hueco (concavidad):
ladrillo hueco ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
hueco ΟΥΣ αρσ
1. hueco (agujero):
hueco (-a) ΕΠΊΘ
5. hueco (persona):
hueco (-a) [ˈwe·ko, -a] ΕΠΊΘ
5. hueco (persona):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.