Oxford Spanish Dictionary
general1 ΕΠΊΘ
1. general (no específico, global):
2. general en locs:
director (directora) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. director:
2. director ΕΜΠΌΡ:
στο λεξικό PONS
II. director(a) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
I. general ΕΠΊΘ
1. general (universal):
II. director(a) [di·rek·ˈtor, -·ˈto·ra] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
I. general [xe·ne·ˈral] ΕΠΊΘ
1. general (universal):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.