Zweck <-[e]s, -e> [tsvɛk] ΟΥΣ αρσ
1. Zweck (Verwendungszweck):
2. Zweck (Absicht):
3. Zweck (Sinn):
- Untervermietung zu kommerziellen Zwecken
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.