στο λεξικό PONS
I. kom·mer·zi·ell [kɔmɛrˈtsi̯ɛl] ΕΠΊΘ
II. kom·mer·zi·ell [kɔmɛrˈtsi̯ɛl] ΕΠΊΡΡ
- Untervermietung zu kommerziellen Zwecken
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- Hauptverkehrsstraße für nicht kommerziellen Verkehr in parkähnlichem Umfeld ΥΠΟΔΟΜΉ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Untervermietung zu kommerziellen Zwecken