στο λεξικό PONS
I. kom·mer·zi·ell [kɔmɛrˈtsi̯ɛl] ΕΠΊΘ
II. kom·mer·zi·ell [kɔmɛrˈtsi̯ɛl] ΕΠΊΡΡ
Ge·schäft <-[e]s, -e> [gəˈʃɛft] ΟΥΣ ουδ
1. Geschäft:
2. Geschäft (Gewerbe, Handel):
3. Geschäft (Geschäftsabschluss):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
kommerzielles Geschäft phrase ΤΜΉΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- kommentieren
- Kommentkampf
- Kommers
- Kommerz
- Kommerzfernsehen
- kommerzielles Geschäft
- Kommerzienrat
- Kommilitone
- Kommis
- Kommiss
- Kommiß