

Hei·li·ge(r) [ˈhailɪgə, -gɐ] ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
hei·lig [ˈhailɪç] ΕΠΊΘ
1. heilig ΘΡΗΣΚ (geweiht):
2. heilig (bei Namen von Heiligen):
4. heilig οικ (groß):
- Heiliger Franziskus αρσ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.