στο λεξικό PONS
Si·cher·heit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Sicherheit kein πλ (gesicherter Zustand):
2. Sicherheit kein πλ (Gewissheit):
3. Sicherheit kein πλ (Zuverlässigkeit):
4. Sicherheit kein πλ (Gewandtheit):
5. Sicherheit ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Kaution):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fiduziarische Sicherheit phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- fidel
- Fidget Spinner
- Fidibus
- Fidschi
- Fidschianer
- fiduziarische Sicherheit
- Fiduziarität
- Fieber
- Fieberambulanz
- Fieberanfall
- Fieberbläschen