στο λεξικό PONS
Sek·tor <-s, -en> [ˈzɛkto:ɐ̯, πλ zɛkˈto:rən] ΟΥΣ αρσ
1. Sektor (Fachgebiet):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
nichtöffentlicher Sektor phrase ΚΡΆΤΟς
tertiärer Sektor phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
öffentlicher Sektor ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
nichtfinanzieller öffentlicher Sektor phrase ΚΡΆΤΟς
nicht zum Staat gehörender Sektor phrase ΚΡΆΤΟς
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- Arbeitsweg des sekundären Sektors ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.