Korb <-[e]s, Körbe> [kɔrp, πλ ˈkœrbə] ΟΥΣ αρσ
2. Korb (Papierkorb):
Stäb·chen <-s, -> [ˈʃtɛ:pçən] ΟΥΣ ουδ
2. Stäbchen (beim Mikado):
Täub·chen <-s, -> [ˈtɔypçən] ΟΥΣ ουδ Taube
Laib·chen ΟΥΣ ουδ A ΜΑΓΕΙΡ
2. Laibchen (Frikadelle):
-
- rissole βρετ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.