στο λεξικό PONS
Be·lang <-[e]s, -e> [bəˈlaŋ] ΟΥΣ αρσ
1. Belang kein πλ (Bedeutung, Wichtigkeit):
2. Belang πλ (Interessen, Angelegenheiten):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Belang αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.